- φιλολογικώς
- και φιλολογικά Νεπίρρ. βλ. φιλολογικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλολογικός — ή, ό / φιλολογικός, ή, όν, ΝΑ [φιλόλογος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλολογία ή στον φιλόλογο («φιλολογικά περιοδικά») νεοελλ. συνεκδ. λογοτεχνικός 2. φρ. α) «φιλολογική επιστήμη» η φιλολογία, κυρίως η κλασική β) «φιλολογική κριτική»… … Dictionary of Greek
Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… … Dictionary of Greek